- τεκμαρτικός
- τεκμαρτικόςskilled in determiningmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεκμαρτικός — ή, όν, Α [τεκμαρτός] ικανός στη συναγωγή συμπερασμάτων … Dictionary of Greek